Ускорять στα ελληνικά
Μετάφραση: ускорять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιταχύνω, σπεύδω, προλαμβάνω, ξύνω, βηματίζω, βήμα, ακονίζω, επισπεύδω, πετάλι, διάβημα, προκαταλαμβάνω, πετάλιο, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бросовый στα ελληνικά - άχρηστος, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
- вазелин στα ελληνικά - βαζελίνη, βαζελίνης, η βαζελίνη, παραφίνη, petrolatum
- взаимозависимость στα ελληνικά - συσχέτιση, αλληλοεξάρτηση, αλληλεξάρτηση, αλληλεξάρτησης, αλληλεξαρτήσεως, την αλληλεξάρτηση
- дезодоратор στα ελληνικά - αποσμητικό, αποσμητή, αποσμητής, αποσμήσεως, deodorizer
Τυχαίες λέξεις
Ускорять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιταχύνω, σπεύδω, προλαμβάνω, ξύνω, βηματίζω, βήμα, ακονίζω, επισπεύδω, πετάλι, διάβημα, προκαταλαμβάνω, πετάλιο, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Μεταφράσεις: επιταχύνω, σπεύδω, προλαμβάνω, ξύνω, βηματίζω, βήμα, ακονίζω, επισπεύδω, πετάλι, διάβημα, προκαταλαμβάνω, πετάλιο, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την