Устойчивый στα ελληνικά
Μετάφραση: устойчивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εδραίος, ακλόνητος, απτόητος, συνεπής, άκαμπτος, αδιάλλακτος, επίμονος, ισχυρός, ρωμαλέος, ήχος, άτεγκτος, ανθεκτικός, αλύγιστος, σταθερός, ανοξείδωτος, διαρκής, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- втулка στα ελληνικά - σηκός, κάσα, θάμνος, κουτί, πυγμαχώ, γόμφος, μανίκι, ...
- горка στα ελληνικά - τούρλα, περιστατικό, μπουφές, λοφίσκος, βαλίτσα, θήκη, λόφος, ...
- дворянство στα ελληνικά - αριστοκρατία, ιπποσύνη, αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, ευγενών
- дружественный στα ελληνικά - φιλικός, φιλικό προς, φιλική προς, φιλικό προς το, φιλική προς το
Τυχαίες λέξεις
Устойчивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εδραίος, ακλόνητος, απτόητος, συνεπής, άκαμπτος, αδιάλλακτος, επίμονος, ισχυρός, ρωμαλέος, ήχος, άτεγκτος, ανθεκτικός, αλύγιστος, σταθερός, ανοξείδωτος, διαρκής, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά
Μεταφράσεις: εδραίος, ακλόνητος, απτόητος, συνεπής, άκαμπτος, αδιάλλακτος, επίμονος, ισχυρός, ρωμαλέος, ήχος, άτεγκτος, ανθεκτικός, αλύγιστος, σταθερός, ανοξείδωτος, διαρκής, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά