Утаскивать στα ελληνικά

Μετάφραση: утаскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραβώ, σέρνω, κερδίζω, παίρνω, απάγω, φέρει από, μεταφέρουν μακριά
Утаскивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багрянка στα ελληνικά - Murex, πορφύρας, οστράκων πορφύρας, το Murex, murex στα
  • веточка στα ελληνικά - κλαδάκι, βλαστός, πυροβολώ, εκτινάσσω, κλαδί, ένα κλαδί, το κλαδί, ...
  • глянцевый στα ελληνικά - στιλπνός, γυαλιστερός, γυαλιστερό, γυαλιστερή, γυαλιστερά, στιλπνή, στιλπνό
  • дом στα ελληνικά - οίκος, ίδρυση, κτήριο, καλύβα, υπόστεγο, σπίτι, σπιτιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Утаскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραβώ, σέρνω, κερδίζω, παίρνω, απάγω, φέρει από, μεταφέρουν μακριά