Утрировать στα ελληνικά
Μετάφραση: утрировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξογκώνω, υπερβάλλω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вытереться στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
- демпфирование στα ελληνικά - απόσβεσης, απόσβεση, αποσβέσεως, την απόσβεση, της απόσβεσης
- доминиканка στα ελληνικά - Δομινικανή, δομινικανούς, Δομινικανής, Δομινικανική, σε Δομινικανή
- жалостливый στα ελληνικά - οικτρός, πονόψυχος, αξιολύπητος, σπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος, παρηγορητικής, παρηγορητική, ...
Τυχαίες λέξεις
Утрировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξογκώνω, υπερβάλλω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Μεταφράσεις: εξογκώνω, υπερβάλλω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν