Учинять στα ελληνικά

Μετάφραση: учинять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, δεσμεύω, διαπράττω, εξαναγκάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Учинять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • берма στα ελληνικά - ταράτσα, berm, αναβαθμίδα, αναβαθμίδας, ζώνη εδάφους, αναβαθμίδα της τάφρου
  • гаснуть στα ελληνικά - φυσώ, έξω, αποδυναμώνω, χτύπημα, αποδυναμώνομαι, βγαίνω, πάω έξω, ...
  • деликт στα ελληνικά - αδίκημα, ζημιά, αδικοπραξία, αδικοπραξίας, αδικοπραξιών
  • жалкий στα ελληνικά - οικτρός, ακατάστατος, πενιχρός, φτωχός, άθλιος, αξιολύπητος, συγγνώμη, ...
Τυχαίες λέξεις
Учинять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, δεσμεύω, διαπράττω, εξαναγκάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται