Фенхель στα ελληνικά

Μετάφραση: фенхель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάραθο, μάραθου, το μάραθο, μάραθος, μαράθου
Фенхель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блат στα ελληνικά - επενεργώ, προστασία, τράβηγμα, επιρροή, επενέργεια, τραβώ, έλξη, ...
  • вечный στα ελληνικά - παντοτινός, αιώνιος, κοσμικός, ενδελεχής, διαρκείας, αθάνατος, αιώνια, ...
  • высовывание στα ελληνικά - προεξοχή, προεξοχής, προεκβολή, η προεξοχή, την προεξοχή
  • гребец στα ελληνικά - κωπηλάτης, κωπηλάτη, κωπηλάτρια, η κωπηλάτης, κωπηλατικό μηχάνημα με
Τυχαίες λέξεις
Фенхель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάραθο, μάραθου, το μάραθο, μάραθος, μαράθου