Функционировать στα ελληνικά
Μετάφραση: функционировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργώ, τρέχω, δεξίωση, λειτουργία, εγχειρίζω, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вице-консул στα ελληνικά - υποπρόξενο, υποπρόξενος, υποπρόξενου, ανθύπατος, ανθύπατο
- восковой στα ελληνικά - κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
- высвободить στα ελληνικά - απαλλάσσω, εξαγοράζω, αποδεσμεύω, αυτεξούσιος, τσάμπα, αθωώνω, δωρεάν, ...
- животноводство στα ελληνικά - ζώο, κτήνος, ζώα, κτηνοτροφία, ζωικού κεφαλαίου, κτηνοτροφίας, ζωικό κεφάλαιο
Τυχαίες λέξεις
Функционировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργώ, τρέχω, δεξίωση, λειτουργία, εγχειρίζω, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Μεταφράσεις: λειτουργώ, τρέχω, δεξίωση, λειτουργία, εγχειρίζω, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία