Хозяйство στα ελληνικά

Μετάφραση: хозяйство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγρόκτημα, ίδρυση, σπιτικό, οικιακός, σπίτι, κτήμα, ακίνητο, οικογένεια, περιουσία, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
Хозяйство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безусловный στα ελληνικά - απόλυτος, άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες
  • гниение στα ελληνικά - φθορά, παρακμή, διαφθορά, σαπίζω, εκμαυλισμός, μαύλισμα, παρακμάζω, ...
  • действовать στα ελληνικά - ορμή, προβαίνω, λειτουργώ, κανόνας, εργαλείο, προχωρώ, δεξίωση, ...
  • докучливость στα ελληνικά - ενοχλητικός, ενοχλητική, ενοχλητικές, ενοχλητικό, ενοχλητικά
Τυχαίες λέξεις
Хозяйство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγρόκτημα, ίδρυση, σπιτικό, οικιακός, σπίτι, κτήμα, ακίνητο, οικογένεια, περιουσία, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας