Цапать στα ελληνικά

Μετάφραση: цапать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπάζω, αρπαγή, άρπαγμα, αρπάξει, αρασέ
Цапать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взметать στα ελληνικά - φτεροκοπώ, vzmetayutsya
  • галенит στα ελληνικά - γαληνίτης, galena, γαληνίτη, Η Γκαλένα, του γαληνίτη
  • губительный στα ελληνικά - βλαβερός, σατανικός, θανατηφόρος, μοιραίος, καταστροφικός, επιβλαβής, θλιβερός, ...
  • дырокол στα ελληνικά - γρονθοκοπώ, τρυπητής, puncher
Τυχαίες λέξεις
Цапать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπάζω, αρπαγή, άρπαγμα, αρπάξει, αρασέ