Царствовать στα ελληνικά
Μετάφραση: царствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, ιθύνω, βασιλεύω, βασιλεία, κανόνας, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взвивать στα ελληνικά - αναστηλώνω, υψώνω, σηκώνω, ανατρέφω, εκτροφή, εκτροφής, ανατροφή, ...
- вникать στα ελληνικά - πηγαίνω, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
- вороной στα ελληνικά - μαύρος, κοράκι, Raven, κορακιού, το κοράκι, κόρακας
- гастролировать στα ελληνικά - περιοδεύω, ταξίδι, αποδίδω, γύρος, εκτελώ, παραδίνω, δίνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Царствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, ιθύνω, βασιλεύω, βασιλεία, κανόνας, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν
Μεταφράσεις: αποφασίζω, ιθύνω, βασιλεύω, βασιλεία, κανόνας, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν