Часть στα ελληνικά

Μετάφραση: часть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκηνοθετώ, μοιράζομαι, διαίρεση, μερίδιο, τομή, κλήρος, συστατικός, εσωτερικό, δέμα, αναλογία, ομόλογος, μονάδα, εξάρτημα, μόριο, διχασμός, τμήμα, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Часть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брудер στα ελληνικά - brooder, επωαστική μηχανή, τεχνητής επώασης με, τεχνητής επώασης
  • взглянуть στα ελληνικά - βλέμμα, φαίνομαι, εμφάνιση, κοιτάζω, ματιά, όψεως
  • вишня στα ελληνικά - κεράσι, κερασιάς, κερασιού, κερασιών, κερασιά
  • волонтер στα ελληνικά - εθελοντής, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, εθελοντική
Τυχαίες λέξεις
Часть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκηνοθετώ, μοιράζομαι, διαίρεση, μερίδιο, τομή, κλήρος, συστατικός, εσωτερικό, δέμα, αναλογία, ομόλογος, μονάδα, εξάρτημα, μόριο, διχασμός, τμήμα, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει