Человеческий στα ελληνικά
Μετάφραση: человеческий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθρωπιστικός, επιεικής, άνθρωπος, ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης
Μεταφράσεις
- апельсинный στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
- вдовец στα ελληνικά - χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρα
- впечатлять στα ελληνικά - ξαφνιάζω, ζαλίζω, εκπλήσσω, χτυπώ, απεργία, αποσβολώνω, εντυπωσιάζω, ...
- деление στα ελληνικά - απαλλαγή, καταμερισμός, υποδιαίρεση, διχασμός, μεραρχία, κλήρος, διαίρεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Человеческий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθρωπιστικός, επιεικής, άνθρωπος, ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης
Μεταφράσεις: ανθρωπιστικός, επιεικής, άνθρωπος, ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης