Чистильщик στα ελληνικά
Μετάφραση: чистильщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαριστής, καθαρίστρια, καθαρότερο, ηλεκτρική, καθαριστικό, καθαρότερα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вмуровывать στα ελληνικά - τοίχος, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδόμηση, οικοδομήσει, κατασκευή
- врачебный στα ελληνικά - ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικής, ιατρικών
- вытяжка στα ελληνικά - ζωγραφιά, τέντωμα, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
- жилец στα ελληνικά - νοικάρης, κάτοικος, κολίγας, ένοικος, πολίτης, κάτοχος, μόνιμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Чистильщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαριστής, καθαρίστρια, καθαρότερο, ηλεκτρική, καθαριστικό, καθαρότερα
Μεταφράσεις: καθαριστής, καθαρίστρια, καθαρότερο, ηλεκτρική, καθαριστικό, καθαρότερα