Чопорность στα ελληνικά

Μετάφραση: чопорность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολλαρίζω, δυσκαμψία, άμυλο, ψυχρότητα, αμύλου, το άμυλο, του αμύλου, σε άμυλο
Чопорность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесёнок στα ελληνικά - besёnok
  • биосфера στα ελληνικά - βιόσφαιρα, βιόσφαιρας, της βιόσφαιρας, τη βιόσφαιρα, στη βιόσφαιρα
  • ворсовать στα ελληνικά - υψώνω, σηκώνω, ανατρέφω, ξεμπλέκω, αναστηλώνω, πειράζω, vorsovat
  • громадина στα ελληνικά - μέγα ψεύδος, Whopper, το μέγα ψεύδος, κάποιο μπέργκερ, κάτι μέγα
Τυχαίες λέξεις
Чопорность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολλαρίζω, δυσκαμψία, άμυλο, ψυχρότητα, αμύλου, το άμυλο, του αμύλου, σε άμυλο