Δυσκαμψία στα ρωσικά

Μετάφραση: δυσκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
натянутость, чопорность, негибкость, жесткость, гибкости, отсутствие гибкости, непреклонность
Δυσκαμψία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσκαμψία

δυσκαμψία στον αυχένα, δυσκαμψία δακτύλων, δυσκαμψία του αυχένα, δυσκαμψία υποστυλώματοσ, δυσκαμψία προβόλου, δυσκαμψία λεξικό γλώσσας ρωσικά, δυσκαμψία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • δυσεπίλυτος στα ρωσικά - сучковатый, сложный, корявый, затруднительный, суковатый, запутанный, узловатый, ...
  • δυσκίνητος στα ρωσικά - сонный, халатный, копотливый, неподвижный, ленивый, инертный, бездеятельный, ...
  • δυσκολία στα ρωσικά - запятая, сложность, затруднение, помеха, загвоздка, препятствие, трудность, ...
  • δυσκολοχώνευτος στα ρωσικά - неудобоваримый, dyskolochoneftos
Τυχαίες λέξεις
Δυσκαμψία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: натянутость, чопорность, негибкость, жесткость, гибкости, отсутствие гибкости, непреклонность