Шествовать στα ελληνικά
Μετάφραση: шествовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυθμός, βήμα, φτιάχνω, δρασκελιά, περπατώ, βαδίζω, μάρτιος, σεργιανίζω, στέλεχος, φόρα, παγανίζω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κυνηγώ, Μάρτιος, πορεία, Μαρτίου, Μάρτιο, Μάρτιο του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апсида στα ελληνικά - αψίδα, αψίδας, κόγχη, αψίδα του
- винт στα ελληνικά - βιδώνω, έλικας, βίδα, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
- война στα ελληνικά - πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
- глухой στα ελληνικά - κουφός, νεκρός, τυφλός, θαμπώνω, πεθαμένος, κωφός, κωφών, ...
Τυχαίες λέξεις
Шествовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυθμός, βήμα, φτιάχνω, δρασκελιά, περπατώ, βαδίζω, μάρτιος, σεργιανίζω, στέλεχος, φόρα, παγανίζω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κυνηγώ, Μάρτιος, πορεία, Μαρτίου, Μάρτιο, Μάρτιο του
Μεταφράσεις: ρυθμός, βήμα, φτιάχνω, δρασκελιά, περπατώ, βαδίζω, μάρτιος, σεργιανίζω, στέλεχος, φόρα, παγανίζω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κυνηγώ, Μάρτιος, πορεία, Μαρτίου, Μάρτιο, Μάρτιο του