Шлифовать στα ελληνικά
Μετάφραση: шлифовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόψιμο, λιώνω, λουστράρω, λούστρο, γυαλίζω, γόνατα, κόβω, τρίβω, γύρος, στιλβώνω, αγγαρεία, λειαίνω, βερνίκι, κοπή, αλέθω, πλαταγίζω, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- веселеть στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, veselet
- включиться στα ελληνικά - συνδέω, κατατάσσομαι, ενώνω, συνενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ...
- высверлить στα ελληνικά - πλήττω, άσκηση, τροχός, τριβελίζω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, ...
- жучить στα ελληνικά - zhuchit
Τυχαίες λέξεις
Шлифовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόψιμο, λιώνω, λουστράρω, λούστρο, γυαλίζω, γόνατα, κόβω, τρίβω, γύρος, στιλβώνω, αγγαρεία, λειαίνω, βερνίκι, κοπή, αλέθω, πλαταγίζω, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά
Μεταφράσεις: κόψιμο, λιώνω, λουστράρω, λούστρο, γυαλίζω, γόνατα, κόβω, τρίβω, γύρος, στιλβώνω, αγγαρεία, λειαίνω, βερνίκι, κοπή, αλέθω, πλαταγίζω, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά