Шлюпка στα ελληνικά
Μετάφραση: шлюпка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алоэ στα ελληνικά - αλόη, Aloe, αλόης, Η Αλόη, την αλόη
- гангренизироваться στα ελληνικά - gangrenizirovatsya
- гидрометр στα ελληνικά - υδρόμετρο, αραιόμετρο, υδρομέτρου, υδρόμετρου, του υδρόμετρου
- горообразование στα ελληνικά - απόγονος, orogeny, ορογένεσης
Τυχαίες λέξεις
Шлюпка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών
Μεταφράσεις: βάρκα, πλοίο, σκάφος, σκάφους, σκαφών