Штабелировать στα ελληνικά
Μετάφραση: штабелировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασικός, συνδετήρας, κύριος, στοίβαγμα, στοίβαξης, στοίβαξη, στοιβάγματος, στοιβασίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вексель στα ελληνικά - εφημερίδα, ισχυρός, ράμφος, αλύγιστος, λογαριασμός, χαρτί, νομοσχέδιο, ...
- генералиссимус στα ελληνικά - αρχιστράτηγος
- графиня στα ελληνικά - κόμισσα, κοντέσα, Countess, κόμισσας, κοντέσας
- допрашивать στα ελληνικά - ζήτημα, εξετάζω, ερώτημα, ερώτηση, ανακρίνω, λόγω, εν λόγω
Τυχαίες λέξεις
Штабелировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασικός, συνδετήρας, κύριος, στοίβαγμα, στοίβαξης, στοίβαξη, στοιβάγματος, στοιβασίας
Μεταφράσεις: βασικός, συνδετήρας, κύριος, στοίβαγμα, στοίβαξης, στοίβαξη, στοιβάγματος, στοιβασίας