Экипаж στα ελληνικά
Μετάφραση: экипаж, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίνω, άμαξα, πλοίο, ομήγυρη, παρέα, εταιρία, χέρι, παραδίνω, βαγόνι, προπονητής, θίασος, δείκτης, προπονώ, πούλμαν, πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акцептант στα ελληνικά - αποδέκτης, δέκτη, αποδέκτη, δέκτης, δέκτου
- альпы στα ελληνικά - Άλπεις, Άλπεων, Alps, Άλπες, Αλπεις
- анатомировать στα ελληνικά - αναλύω, τεμαχίζω, διαμελίζω, ανατέμνω, Ανατέμνουμε, τεμαχίσει, ανατομή
- гидравлика στα ελληνικά - υδραυλική, υδραυλικό, υδραυλικά, υδραυλικό σύστημα, υδραυλικά συστήματα
Τυχαίες λέξεις
Экипаж στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίνω, άμαξα, πλοίο, ομήγυρη, παρέα, εταιρία, χέρι, παραδίνω, βαγόνι, προπονητής, θίασος, δείκτης, προπονώ, πούλμαν, πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
Μεταφράσεις: δίνω, άμαξα, πλοίο, ομήγυρη, παρέα, εταιρία, χέρι, παραδίνω, βαγόνι, προπονητής, θίασος, δείκτης, προπονώ, πούλμαν, πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων