Экономить στα ελληνικά
Μετάφραση: экономить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκρούω, συντηρώ, περισσευούμενος, χαρίζω, εκτός, διατηρώ, τσιγκουνεύομαι, διασώζω, αποταμιεύω, περικόπτω, περισσεύω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- булла στα ελληνικά - βούλα, ταύρος, Bull, Δελτίο, ΒυΙΙ, της Bull
- вкрапление στα ελληνικά - συμπερίληψη, ένταξη, ένταξης, ενσωμάτωση, καταχώριση
- воспламенение στα ελληνικά - πυροδότηση, ανάφλεξη, μίζα, διακόπτης, φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, ...
- гаичка στα ελληνικά - χτύπημα, Tit, Τιτ, αιγίθαλος, βυζί
Τυχαίες λέξεις
Экономить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκρούω, συντηρώ, περισσευούμενος, χαρίζω, εκτός, διατηρώ, τσιγκουνεύομαι, διασώζω, αποταμιεύω, περικόπτω, περισσεύω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Μεταφράσεις: αποκρούω, συντηρώ, περισσευούμενος, χαρίζω, εκτός, διατηρώ, τσιγκουνεύομαι, διασώζω, αποταμιεύω, περικόπτω, περισσεύω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε