Юный στα ελληνικά
Μετάφραση: юный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έφηβος, μικρός, άγονος, στείρος, νεανικός, εφηβικός, ανώριμος, νέος, νεαρός, νεαρή, νέους, νεαρό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вкатывать στα ελληνικά - κυλώ, κύλινδρος, ψωμάκι, τροχός, τροχό, ρόδα, τροχού, ...
- гибель στα ελληνικά - χαντακώνω, ρήμαγμα, πανωλεθρία, θρυμματίζω, ανατροπή, πτώση, κόλαση, ...
- глубь στα ελληνικά - βάθος, βάθους, το βάθος, εμπεριστατωμένη, διεξοδική
- жаркое στα ελληνικά - ψήνω, καβουρντίζω, καβουρδίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, ...
Τυχαίες λέξεις
Юный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έφηβος, μικρός, άγονος, στείρος, νεανικός, εφηβικός, ανώριμος, νέος, νεαρός, νεαρή, νέους, νεαρό
Μεταφράσεις: έφηβος, μικρός, άγονος, στείρος, νεανικός, εφηβικός, ανώριμος, νέος, νεαρός, νεαρή, νέους, νεαρό