Насилството στα ελληνικά

Μετάφραση: насилството, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύναμη, εξαναγκάζω, βία, βίας, της βίας, τη βία, η βία
Насилството στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • наковалната στα ελληνικά - αμόνι, άκμονα, άκμονας, άκμονος, αμονιού
  • население στα ελληνικά - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
  • наследникот στα ελληνικά - διάδοχος, διάδοχο, διαδόχου, διάδοχός, διάδοχό
  • натал στα ελληνικά - γενέθλιος, Natal, Νατάλ, Νάταλ, την προγεννητική
Τυχαίες λέξεις
Насилството στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύναμη, εξαναγκάζω, βία, βίας, της βίας, τη βία, η βία