Bývalý στα ελληνικά

Μετάφραση: bývalý, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
Bývalý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • búda στα ελληνικά - πάγκος, παράπηγμα, θάλαμος, καλύβα, Ξύλινη Καλύβα, Shack, παράγκα, ...
  • býk στα ελληνικά - βούλα, ταύρος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
  • bývať στα ελληνικά - μένω, ζωντανός, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
  • cech στα ελληνικά - σωματείο, συντεχνία, σκάφος, ένωση, τάγματος, του τάγματος, τάγμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Bývalý στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη