Blokovať στα ελληνικά

Μετάφραση: blokovať, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, δυσχεραίνω, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Blokovať στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bleskový στα ελληνικά - αιφνιδιαστική επίθεση, Blitz, αιφνίδια επιδρομή, κεραυνοβόλος πόλεμος
  • blok στα ελληνικά - βιβλίο, στηρίγματα, φραγμός, καπαρώνω, βιβλιάριο, μονάδα, συνασπισμός, ...
  • blokáda στα ελληνικά - αποκλεισμός, αποκλεισμό, αποκλεισμού, τον αποκλεισμό, παρεμπόδιση
  • blond στα ελληνικά - ξανθός, ξανθή, ξανθιά, ξανθά, ξανθό
Τυχαίες λέξεις
Blokovať στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, δυσχεραίνω, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες