Energetický στα ελληνικά
Μετάφραση: energetický, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δραστήριος, ενεργητικός, ενέργεια, Ενέργειας, Ενεργειακή, Energy, Ενεργειακής
![Energetický στα ελληνικά Energetický στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-sk-gr-1231.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- encyklika στα ελληνικά - εγκύκλιο, την εγκύκλιο, εγκύκλιό, εγκύκλιο του, εγκύκλιες
- endemický στα ελληνικά - ενδημικός, ενδημικά, ενδημική, ενδημικό, ενδημικών
- energický στα ελληνικά - ενθουσιώδης, διαχυτικός, κατηγορηματικός, δυνατός, θετικός, δραστήριος, ενεργητικός, ...
- energie στα ελληνικά - δυνάμεις, εξουσία, δύναμη, κύρος, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Τυχαίες λέξεις
Energetický στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δραστήριος, ενεργητικός, ενέργεια, Ενέργειας, Ενεργειακή, Energy, Ενεργειακής
Μεταφράσεις: δραστήριος, ενεργητικός, ενέργεια, Ενέργειας, Ενεργειακή, Energy, Ενεργειακής