Incident στα ελληνικά
Μετάφραση: incident, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστατικό, επεισόδιο, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inaugurační στα ελληνικά - εναρκτήριος, εναρκτήρια, την εναρκτήρια, εναρκτήριο, εναρκτήριας
- incest στα ελληνικά - αιμομιξία, αιμομιξίας, την αιμομιξία, η αιμομιξία, της αιμομιξίας
- index στα ελληνικά - λίστα, ευρετήριο, δείκτης, δείκτη, ευρετηρίου, του δείκτη
- indiferentní στα ελληνικά - αδιάφορος, αδιάφορη, αδιάφοροι, αδιάφορο, αδιαφορεί
Τυχαίες λέξεις
Incident στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστατικό, επεισόδιο, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού
Μεταφράσεις: περιστατικό, επεισόδιο, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού