Povýšení στα ελληνικά

Μετάφραση: povýšení, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάβαση, ανύψωση, ύψωση, προαγωγή, ανάδειξη, προώθηση, προβολή, προώθησης, την προώθηση
Povýšení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • povznesený στα ελληνικά - μεταρσιωμένος, συνεπαρμένος, elated, συνεπαρμένοι, ενθουσιασμένος, κατενθουσιασμένοι
  • povýšenec στα ελληνικά - νεόπλουτος, τυχάρπαστο, νεόπλουτο, τυχάρπαστη, upstart
  • povýšený στα ελληνικά - αλαζονικός, υπεροπτικός, ψηλός, υπερόπτης, αλαζόνας, προωθείται, προωθούνται, ...
  • pozadu στα ελληνικά - πίσω, πίσω από, όπισθεν
Τυχαίες λέξεις
Povýšení στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάβαση, ανύψωση, ύψωση, προαγωγή, ανάδειξη, προώθηση, προβολή, προώθησης, την προώθηση