Ανύψωση στα σλοβακικά

Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povýšení, vyvýšenina, zvýšení, výška, elevácie, elevácia, elevace, elevacie, elevacia
Ανύψωση στα σλοβακικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύψωση

ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας σλοβακικά, ανύψωση στα σλοβακικά

Μεταφράσεις

  • ανόητος στα σλοβακικά - omráčený, blázon
  • ανύπαντρος στα σλοβακικά - slobodný, jediný, jednoduchý, jednotlivý, voľný, slobodného, slobodne
  • ανώδυνος στα σλοβακικά - bezbolestný
  • ανώμαλα στα σλοβακικά - nepravidelné, abnormálne, neobvykle, nezvyčajne, nenormálne
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: povýšení, vyvýšenina, zvýšení, výška, elevácie, elevácia, elevace, elevacie, elevacia