Smerovať στα ελληνικά

Μετάφραση: smerovať, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσανατολίζω, περιποιούμαι, επιμελούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Smerovať στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • smer στα ελληνικά - κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά
  • smernice στα ελληνικά - οδηγία, οδηγός, οδηγίας, την οδηγία, της οδηγίας, οδηγίας του
  • smetí στα ελληνικά - ζεσταίνω, σκουπίδια, απορριμμάτων, απορρίμματα, σκουπιδιών, κάδο απορριμμάτων
  • smiech στα ελληνικά - γέλια, χαρά, ευθυμία, γέλιο, το γέλιο, γέλιου, τα γέλια
Τυχαίες λέξεις
Smerovať στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσανατολίζω, περιποιούμαι, επιμελούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί