Ston στα ελληνικά

Μετάφραση: ston, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκρητό, στενάζω, τρίξιμο, μουγκρίζω, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό
Ston στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stolička στα ελληνικά - έδρα, σκαμπό, έδρανο, καρέκλα, σκαμνί, προεδρία, καρεκλάκι, ...
  • stolní στα ελληνικά - τραπέζι, πίνακας, πίνακα, επιτραπέζιων, πίνακα που
  • stonavý στα ελληνικά - φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο
  • stonka στα ελληνικά - παγανίζω, στείρα, κυνηγώ, στέλεχος, μίσχος, βλαστικών, βλαστικά, ...
Τυχαίες λέξεις
Ston στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκρητό, στενάζω, τρίξιμο, μουγκρίζω, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό