Dvom στα ελληνικά

Μετάφραση: dvom, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφισβητώ, αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
Dvom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dvojka στα ελληνικά - δυο
  • dvojí στα ελληνικά - διπλός, ΔΥΟ, δύο, TWO, ΔΕΥΤΕΡΟ
  • dvomiti στα ελληνικά - αμφισβητώ, αμφιβολία, αμφιβάλλω, ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, ...
  • dvorec στα ελληνικά - αυλή, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, αρχοντικό, μέγαρο, αρχοντικό του, αρχοντικού, ...
Τυχαίες λέξεις
Dvom στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφισβητώ, αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση