Αμφισβητώ στα σλοβενικά

Μετάφραση: αμφισβητώ, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dvom, dvomiti, ostuda, vprašanje, vprašanja
Αμφισβητώ στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφισβητώ

αμφισβητώ αγγλικά, αμφισβητώ ετυμολογία, αμφισβητώ συνώνυμο, αμφισβητώ λεξικό, αμφισβητώ μετάφραση αγγλικά, αμφισβητώ λεξικό γλώσσας σλοβενικά, αμφισβητώ στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • αμφισβητήσιμος στα σλοβενικά - vprašljiva, vprašljivo, vprašljiv, vprašljivi
  • αμφισβητούμενος στα σλοβενικά - sporen, kontroverzna, sporna, kontroverzno, sporno
  • αμφισημία στα σλοβενικά - dvoumnost, nejasnosti, nejasnost, dvoumnosti, dvoumno
  • αμόνι στα σλοβενικά - nakovalo, nakovala, anvil, Nakovanj
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητώ στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: dvom, dvomiti, ostuda, vprašanje, vprašanja