In στα ελληνικά

Μετάφραση: in, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
και, και την, και να, και της, και των
In στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • improvizátor στα ελληνικά - αυτοσχεδιαστής, αυτοσχεδιάστρια, improviser, αυτοσχεδιαστή, αυτοσχεδιασμό
  • impulzivní στα ελληνικά - ορμητικός, απερίσκεπτος, ακάθεκτος, ορμέμφυτος, σφυγμός, Pulse, παλμού, ...
  • incest στα ελληνικά - αιμομιξία, αιμομιξίας, την αιμομιξία, η αιμομιξία, της αιμομιξίας
  • incestní στα ελληνικά - αιμομικτικός, αιμομικτικοί, αιμομικτική, αιμομικτικής, οι περιπτώσεις αιμομιξίας
Τυχαίες λέξεις
In στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: και, και την, και να, και της, και των