Jeno στα ελληνικά
Μετάφραση: jeno, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μία, ένας, ένα, έγκυρους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jemna στα ελληνικά - πράος, ήπιος, Υεμένη, Υεμένης, την Υεμένη, της Υεμένης, η Υεμένη
- jen στα ελληνικά - δίκαιος, μόλις, γιεν, γιέν, γεν, Yen, Ιαπωνίας
- jenom στα ελληνικά - μόλις, δίκαιος, μόνο, απλώς, αποκλειστικά, γιεν, γιέν, ...
- jesen στα ελληνικά - φθινόπωρο, φθινοπώρου, το φθινόπωρο, φθινόπωρο του, του φθινοπώρου
Τυχαίες λέξεις
Jeno στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μία, ένας, ένα, έγκυρους
Μεταφράσεις: μία, ένας, ένα, έγκυρους