Ležérní στα ελληνικά

Μετάφραση: ležérní, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξέγνοιαστος, χαλαρός, ελαστικός, ανεπίσημος, λάσκος, ανέμελος, Casual, περιστασιακή, Καθημερινά, Άνετος
Ležérní στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • leč στα ελληνικά - ωστόσο, όμως, ακόμα, φακός, φακού, Lens, φακό, ...
  • leči στα ελληνικά - αναπτήρας, μαούνα, φακός, φακού, φακό, φακών, του φακού
  • li στα ελληνικά - εάν, αν, είτε, Λι, ϋ, λιθίου, μπαταρία Li
  • liani στα ελληνικά - Λιάνη, Λιανή, νταπυλιανή, Λιανής
Τυχαίες λέξεις
Ležérní στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξέγνοιαστος, χαλαρός, ελαστικός, ανεπίσημος, λάσκος, ανέμελος, Casual, περιστασιακή, Καθημερινά, Άνετος