Odvést στα ελληνικά

Μετάφραση: odvést, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, διασπώ, θύμα, θύματος, θύματα, θυμάτων, των θυμάτων
Odvést στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • odvod στα ελληνικά - έξοδος, εξόδου, έξοδο, πρίζα, εξαγωγής
  • odvozlani στα ελληνικά - τίτλος, επωνυμία
  • odít στα ελληνικά - άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
  • odčítat στα ελληνικά - διαβάστε, διαβάζεται, διαβάζεται η ένδειξη, σημειώνεται η τιμή, σημειώνεται η ένδειξη
Τυχαίες λέξεις
Odvést στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, διασπώ, θύμα, θύματος, θύματα, θυμάτων, των θυμάτων