Portir στα ελληνικά

Μετάφραση: portir, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αχθοφόρος, porter, θυρωρός, αχθοφόρου, πορτιέρη
Portir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • poročila στα ελληνικά - νέα, ειδήσεις, εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, εκθέσεις που
  • poročilo στα ελληνικά - έκθεση, Αναφορά, έκθεσης, έκθεση του, Εκθεση
  • portrét στα ελληνικά - απεικόνιση, πορτρέτο, Πορτραίτο, Πορτρέτο του, Πορτραίτο του, Πορτρέτο της, Πορτρέτο
  • portrétista στα ελληνικά - προσωπογράφος, προσωπογράφο, προσωπογράφου, πρωσοπογράφος
Τυχαίες λέξεις
Portir στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αχθοφόρος, porter, θυρωρός, αχθοφόρου, πορτιέρη