Surov στα ελληνικά

Μετάφραση: surov, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωμός, ακατέργαστος, ακατέργαστη μορφή, σε ακατέργαστη μορφή, Ακατέργαστα, μορφές ακατέργαστες
Surov στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • suniti στα ελληνικά - χτυπώ, βαρώ, σουξέ, χαστούκι, χαστουκίζω, καρπαζιά, σουνίτες, ...
  • super στα ελληνικά - σούπερ, υπερ, εξαιρετικά, έξοχο
  • surovec στα ελληνικά - κενό, κενές, κενή, τυφλό, τυφλού
  • surovost στα ελληνικά - κτηνωδία, βαρβαρότητα, βιαιότητα, βαναυσότητα, βαρβαρότητας
Τυχαίες λέξεις
Surov στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωμός, ακατέργαστος, ακατέργαστη μορφή, σε ακατέργαστη μορφή, Ακατέργαστα, μορφές ακατέργαστες