Tolerance στα ελληνικά

Μετάφραση: tolerance, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, στάση, σχέση, ανοχή, αντοχή, αποχή, μακροθυμία, ανεκτικότητα, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή
Tolerance στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • toda στα ελληνικά - όμως, αλλά, αλλά η, αλλά και
  • tok στα ελληνικά - ρέω, ρεύμα, τωρινός, ροή, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, ...
  • tolerantní στα ελληνικά - ανεκτικός, ευρύς, προοδευτικός, φαρδύς, ανεκτική, ανοχή, ανεκτικό, ...
  • toleranční στα ελληνικά - ανεκτικός, ανοχή, ανεκτικότητα, Η ανοχή, Ανοχής, Tolerance
Τυχαίες λέξεις
Tolerance στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, στάση, σχέση, ανοχή, αντοχή, αποχή, μακροθυμία, ανεκτικότητα, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή