Än στα ελληνικά

Μετάφραση: än, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίσος, ακόμα, ήρεμος, ωστόσο, γαλήνιος, ακίνητος, από, των, από το, του
Än στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ämbetsverk στα ελληνικά - πρακτορείο, θώκος, γραφείο, υπηρεσία, οργανισμοί, υπηρεσίες, οργανισμούς, ...
  • ämne στα ελληνικά - νοιάζομαι, υπήκοος, ουσία, αντικείμενο, ύλη, υποκείμενο, θέμα, ...
  • ända στα ελληνικά - τέλος, τελειώνω, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
  • ändamål στα ελληνικά - σκοπός, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού
Τυχαίες λέξεις
Än στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίσος, ακόμα, ήρεμος, ωστόσο, γαλήνιος, ακίνητος, από, των, από το, του