Öka στα ελληνικά

Μετάφραση: öka, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υψώνω, ανατρέφω, ανεβάζω, εντείνω, αυξάνω, βελτιώνω, αναστηλώνω, ενισχύω, αύξηση, σηκώνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Öka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ögonfrans στα ελληνικά - λοιδορώ, βλεφαρίδα, τσίνορο, μαστίζω, βλεφαρίδων, Βλεφαρίδες, Eyelash, ...
  • ögonlock στα ελληνικά - καπάκι, βλεφαρίδα, σκέπασμα, βλέφαρο, βλεφάρου, βλεφάρων, των βλεφάρων, ...
  • öken στα ελληνικά - έρημος, έρημο, ερήμου, της ερήμου, στην έρημο
  • öknamn στα ελληνικά - παρατσούκλι, ψευδώνυμο, nickname, ψευδώνυμό, το ψευδώνυμό
Τυχαίες λέξεις
Öka στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υψώνω, ανατρέφω, ανεβάζω, εντείνω, αυξάνω, βελτιώνω, αναστηλώνω, ενισχύω, αύξηση, σηκώνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει