Öl στα ελληνικά

Μετάφραση: öl, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπύρα, μπίρα, μπύρας, μπίρας, ζύθου
Öl στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • öknamn στα ελληνικά - παρατσούκλι, ψευδώνυμο, nickname, ψευδώνυμό, το ψευδώνυμό
  • ökning στα ελληνικά - αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
  • öm στα ελληνικά - στοργικός, μαλακός, αλγεινός, τρυφερός, πληγή, πόνο, επώδυνο, ...
  • ömhet στα ελληνικά - πόνος, άλγος, τρυφερότητα, Στοργή, Τρυφερότητά, τη Στοργή, Tenderness
Τυχαίες λέξεις
Öl στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπύρα, μπίρα, μπύρας, μπίρας, ζύθου