Adaptation στα ελληνικά
Μετάφραση: adaptation, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσαρμογή, ρύθμιση, διασκευή, προσαρμογής, την προσαρμογή, η προσαρμογή, της προσαρμογής
Μεταφράσεις
- ackumulator στα ελληνικά - συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
- ackurat στα ελληνικά - ακριβής, συγκεκριμένος, ακριβολόγος
- adaptera στα ελληνικά - διασκευάζω, εξυπηρετώ, στεγάζω, προσαρμόζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, ...
- addition στα ελληνικά - πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
Τυχαίες λέξεις
Adaptation στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσαρμογή, ρύθμιση, διασκευή, προσαρμογής, την προσαρμογή, η προσαρμογή, της προσαρμογής
Μεταφράσεις: προσαρμογή, ρύθμιση, διασκευή, προσαρμογής, την προσαρμογή, η προσαρμογή, της προσαρμογής