Befästning στα ελληνικά
Μετάφραση: befästning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχύρωση, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- befälhavare στα ελληνικά - διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, κυβερνήτη, διοικητής της
- befästa στα ελληνικά - ενδυναμώνω, καρδαμώνω, εδραίωση, παγίωση, εδραιώσει, παγιώσει, εδραίωση της
- begagna στα ελληνικά - χρήση, αιτούμαι, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, βάζω, όφελος, Διαθ, ...
- begravning στα ελληνικά - ταφή, κηδεία, κηδείας, την κηδεία, κηδεία του, κηδειών
Τυχαίες λέξεις
Befästning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχύρωση, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού
Μεταφράσεις: οχύρωση, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού