Begränsning στα ελληνικά

Μετάφραση: begränsning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Begränsning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • begripa στα ελληνικά - κατανοώντας, κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, κατανοήσει
  • begränsa στα ελληνικά - περιστέλλω, αναχαιτίζω, δεμένος, περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, ...
  • begynna στα ελληνικά - βρέφος, Βρεφικά, νηπίων, Βρεφική, για βρέφη
  • begynnelse στα ελληνικά - αρχή, έναρξη, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικές
Τυχαίες λέξεις
Begränsning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό