Περιστολή στα σουηδικά
Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reduktion, begränsning, förbehåll, inskränkning, minskning, minskningen, nedsättning, sänkning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστολή
περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας σουηδικά, περιστολή στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- περιστατικό στα σουηδικά - händelse, tilldragelse, incident, infall, incidenten, tillbud, händelsen
- περιστεράκι στα σουηδικά - dynan, dyna, ryggstödet, ryggstödet är
- περιστρέφομαι στα σουηδικά - snurra, rotera, spinna, gyrate, KRETSA, gyrera
- περιστρέφω στα σουηδικά - rotera, slue
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: reduktion, begränsning, förbehåll, inskränkning, minskning, minskningen, nedsättning, sänkning
Μεταφράσεις: reduktion, begränsning, förbehåll, inskränkning, minskning, minskningen, nedsättning, sänkning