Περιορισμός στα σουηδικά
Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inskränkning, förbehåll, begränsning, restriktion, restriktions, begränsningen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορισμός
περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας σουηδικά, περιορισμός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- περιορίζω στα σουηδικά - gräns, inskränka, reducera, minska, begränsa, begränsar, begränsas, ...
- περιορισμένος στα σουηδικά - begränsad, begränsat, begränsas, begränsade, restriktioner
- περιουσία στα σουηδικά - egendom, gods, egenskap, egenskapen, fastighet, fastigheten
- περιοχή στα σουηδικά - område, trakt, area, yta, region, regionen, området
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: inskränkning, förbehåll, begränsning, restriktion, restriktions, begränsningen
Μεταφράσεις: inskränkning, förbehåll, begränsning, restriktion, restriktions, begränsningen