Bestämma στα ελληνικά

Μετάφραση: bestämma, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσδιορίζω, υπολογίζω, καθορίζω, αποφασίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Bestämma στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bestraffa στα ελληνικά - τιμωρώ, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
  • bestämd στα ελληνικά - σαφής, οριστικός, καθορίζεται, προσδιορίζεται, καθοριστεί, προσδιορίζονται, προσδιοριστεί
  • bestämmelse στα ελληνικά - παραγραφή, ρύθμιση, κανονισμός, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχή, ...
  • beständig στα ελληνικά - συνεχής, αδιάκοπος, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
Τυχαίες λέξεις
Bestämma στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσδιορίζω, υπολογίζω, καθορίζω, αποφασίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί