Καθορίζω στα σουηδικά
Μετάφραση: καθορίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
citat, bestämma, besluta, citera, definiera, fastställa, definierar, ange, definieras
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθορίζω
καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζουν μετάφραση, καθορίζω translation, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζουν μετάφραση αγγλικά, καθορίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, καθορίζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- καθολικός στα σουηδικά - katolska, katolsk, Catholic, Katolik
- καθομιλούμενος στα σουηδικά - jargong, konversera, conversational, samtalsuttryck, liga samtals, liga samtalsuttryck
- καθορισμένος στα σουηδικά - uppsättning, placera, band, gäng, ställa, grupp, sätta, ...
- καθοριστικός στα σουηδικά - determinant, determinanten, avgörande, faktor, faktorn
Τυχαίες λέξεις
Καθορίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: citat, bestämma, besluta, citera, definiera, fastställa, definierar, ange, definieras
Μεταφράσεις: citat, bestämma, besluta, citera, definiera, fastställa, definierar, ange, definieras